Ο σημερινός κάμπος της Κωπαΐδας στην προϊστορική εποχή αποτελούσε τη μεγαλύτερη λίμνη της Ελλάδας. Η λίμνη είχε σχηματιστεί από τα νερά του Βοιωτικού Κηφισού, που ήταν και ο κύριος τροφοδότης της, του Μέλανα ποταμού αλλά και άλλων χειμάρρων που πηγάζουν από τα γύρω βουνά.
Όσο η Κωπαΐδα ήταν ακόμα λίμνη, η ανθρώπινη παρουσία και η καλλιεργητική δραστηριότητα περιοριζόταν σε κάποια συγκεκριμένα σημεία στις όχθες της. Η παραγωγή καταστρεφόταν πολλές χρονιές εξαιτίας των πλημμυρικών φαινομένων. Οι κάτοικοι για την επιβίωσή τους ψάρευαν, κυνηγούσαν ή έβοσκαν αιγοπρόβατα, βόδια και χοίρους.
Από την αρχαιότητα, οι περίοικοι πληθυσμοί επιχείρησαν την αποξήρανση της λίμνης και την εκτροπή των υδάτων της. Πρώτοι οι Μινύες του Ορχομενού είχαν σχεδιάσει και πετύχει την αποξήρανσή της τον 14ο αιώνα π.Χ. Οι Μινύες ήταν και οι επινοητές της υπόγειας σήραγγας για τη διοχέτευση των υδάτων στον Ευβοϊκό κόλπο. Ήταν ένα πολύ σπουδαίο τεχνικό επίτευγμα, ένα εντυπωσιακό αποστραγγιστικό σύστημα που έχει κατά καιρούς τραβήξει το ενδιαφέρον πολλών μελετητών, τόσο αρχαιολόγων όσο και μηχανικών. Εξάλλου, οι Μινύες ήταν αυτοί που δημιούργησαν τον “Θησαυρό του Μινύα” στον Ορχομενό αλλά και το κάστρο του Γλά, στην περιοχή του Κάστρου, ένα κολοσσιαίο οχυρωματικό έργο, μια μυκηναϊκή οχυρωμένη εγκατάσταση, ίσως τη μεγαλύτερη της Ελλάδας, για να εποπτεύει και να συντηρεί τα αποστραγγιστικά έργα της λίμνης της Κωπαΐδας, να οργανώνει τη συστηματική καλλιέργεια της πεδιάδας, να συγκεντρώνει την αγροτική παραγωγή, να ελέγχει και να προστατεύει τους οικισμούς. Ωστόσο, στα 1300 π.Χ. πιθανόν λόγω σεισμών, το έργο της αποξήρανσης των Μινύων καταστράφηκε με αποτέλεσμα η Κωπαΐδα να ξαναγίνει λίμνη και να παραμείνει έτσι για περισσότερα από 3000 χρόνια.
Με την ανεξαρτητοποίηση του ελληνικού κράτους, η αποξήρανση της λίμνης καθίσταται αναγκαία για την εξυγίανση της περιοχής από την ελονοσία, αλλά και για την κάλυψη των επιτακτικών απαιτήσεων της χώρας σε είδη πρώτης ανάγκης-διατροφής (σιτάρι, καλαμπόκι) και την παραγωγή προϊόντων για βιομηχανική εκμετάλλευση (βαμβάκι). Μέχρι το 1892 έγιναν διάφορες απόπειρες αποξήρανσης που όμως δεν κατάφεραν να έχουν αίσιο τέλος. Το 1887 η Γαλλική εταιρεία, που από το 1880 είχε ξεκινήσει τα έργα αποξήρανσης, εκχώρησε- λόγω αδυναμίας ολοκλήρωσης του έργου – τα δικαιώματα σε Αγγλική εταιρεία, στην “LAKE CORAIS Co. Ltd”. Το σχέδιο που μπήκε σε εφαρμογή ακολούθησε ουσιαστικά την τεχνική σύλληψη των αρχαίων Μινύων, αξιοποίησε ωστόσο τις κλίσεις και τις επιλογές που πρόσφερε το ίδιο το φυσικό περιβάλλον διοχετεύοντας τα ύδατα της λίμνης μέσα από σήραγγες και διώρυγες στην Υλίκη και στην Παραλίμνη που θα χρησιμοποιούνταν ως υδαταποθήκες για την εξοικονόμηση νερού.
Δεδομένου ότι σκοπός των έργων δεν ήταν μόνο η αποξήρανση της λίμνης αλλά και η άρδευση της πεδιάδας, που θα προέκυπτε, σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε ένα ολοκληρωμένο αρδευτικό – αποστραγγιστικό σύστημα. Η λίμνη , λοιπόν, αποστραγγίστηκε και έγινε κάμπος. Αποξηράνθηκαν περίπου 250.000 στρέμματα. Η οριστική εγκατάσταση της LAKE COPAIS Co. Ltd προβλεπόταν να γίνει στην Αλίαρτο. Τα επόμενα χρόνια η πεδιάδα της Κωπαΐδας αρχίζει να καλλιεργείται εντατικά, με κύρια προϊόντα το σιτάρι, το βαμβάκι, το καλαμπόκι, τα όσπρια, τις ντομάτες κτλ. Επίσης, εκτρέφονται αιγοπρόβατα, βοειδή και γαλοπούλες.
Κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, η παραγωγή του κτήματος της Κωπαΐδας αλλά και όλα τα κτήρια και οι εγκαταστάσεις δεσμεύονται για τις ανάγκες των κατοχικών στρατευμάτων. Μετά το τέλος του πολέμου, το 1945, η LAKE COPAIS Co. Ltd. αναλαμβάνει και πάλι τη διοίκηση του κτήματος της Κωπαΐδας. Κατά τα επόμενα χρόνια αρχίζει η συζήτηση για την απαλλοτρίωση της Κωπαΐδας από το Ελληνικό Δημόσιο και τελικά το 1953 τα κτήματα και οι εγκαταστάσεις της Αγγλικής Εταιρίας περνούν στη δικαιοδοσία του Ελληνικού Κράτους. Διανέμονται κτήματα σε 13.000 αγρότες με κληροτεμάχια 14 στρεμμάτων περίπου.
Το 1954, ιδρύεται ο Οργανισμός Κωπαΐδας, που υπάγεται στο Υπουργείο Γεωργίας, για τη διαχείριση και συντήρηση των έργων άρδευσης, οδοποιίας κλπ της Κωπαΐδας. Σήμερα, η Κωπαΐδα αποτελεί ένα ζωντανό οικοσύστημα περίπου 300.000 στρεμμάτων, όπου απασχολούνται χιλιάδες αγρότες, ενώ αναπτύσσονται γύρω από αυτό διάφορα άλλα επαγγέλματα και δραστηριότητες, που σχετίζονται με την αγροτική παραγωγή.
Η περιοχή όμως αυτή έχει και πολύ σημαντική πολιτισμική αξία, με τα κτίσματα και τις υποδομές, που άφησε πίσω αυτό το τεράστιο έργο της αποξήρανσης της λίμνης. Η τυπική πράξη αναγνώρισης της αξίας τους επιβεβαιώθηκε, όταν το Υπουργείο Πολιτισμού με Υπουργική Απόφαση το 1991 ενέκρινε την ένταξή τους στον πολιτιστικό χάρτη της χώρας.
(Πηγή: Επιμελητήριο Βοιωτίας)