Η Λιβαδειά φιλοξενούσε στο έδαφός της ένα από τα σημαντικότερα μαντεία της ελληνικής αρχαιότητας, αυτό του ήρωα, μάντη και θεού Τροφωνίου. Ο Τροφώνιος, ενίοτε ταυτιζόμενος με το Δία και γνωστός και ως Δίας Τροφώνιος, ήταν αρχαία τοπική θεότητα, η λατρεία της οποίας είχε έναν κατεξοχήν χθόνιο χαρακτήρα και συνεπώς, πολλά κοινά σημεία με τα υπόλοιπα μυστηριακά ιερά στον ελλαδικό χώρο και τις δοκιμασίες που αυτά επέβαλαν στους προσκυνητές και τους μύστες τους. Στο τέμενος της Λιβαδειάς, εκτός από τον ίδιο τον Τροφώνιο και τα παιδιά του, λατρεύονταν η τροφός του, Δήμητρα-Ευρώπη, ο Απόλλων, ο Κρόνος, ο Δίας Βασιλεύς, η Ήρα Ηνιόχη, η Κόρη, η Έρκυνα, ο Αγαθός Δαίμων και η Αγαθή Τύχη. Επίσης, οι πηγές μαρτυρούν και την τέλεση αγώνων προς τιμή του Τροφωνίου σε συνδυασμό με τα Βασίλεια, αγώνες προς τιμήν του Διός Βασιλέως.
Το ιερό τέμενος με το άλσος, το μαντείο του Τροφωνίου και τα διάφορα κτήρια βρισκόταν στην περιοχή των πηγών της Έρκυνας, της σημερινής Κρύας, και πιθανώς εκτεινόταν σε τμήμα του φαραγγιού, στο λόφο του μεσαιωνικού κάστρου και στα γύρω υψώματα. Τα ίχνη του όμως έχουν χαθεί από το αμείλικτο πέρασμα των αιώνων και τη συνεχή ανθρώπινη δραστηριότητα στην περιοχή. Για το λόγο αυτό οι επιγραφικές και φιλολογικές πηγές αποτελούν σχεδόν τα μόνα βοηθήματα στη σημερινή προσπάθεια κατανόησης της αρχαίας οργάνωσης και λειτουργίας του.
Οι πιο πολλές και συστηματικές πληροφορίες για το μαντείο του Τροφωνίου και το τελετουργικό του περιέχονται στην περίφημη περιγραφή του Παυσανία. Από αυτή προκύπτει μια περίπλοκη τριμερής τοπογραφική διάταξη των ιερών χώρων του τεμένους, την οποία πιθανότατα επέβαλλαν η διαμόρφωση του εδάφους και η λατρευτική παράδοση. Επίκεντρο της λατρείας ήταν οι πλούσιες πηγές της Έρκυνας, στη δυτική πλευρά της οποίας ήταν το ιερό άλσος του Τροφωνίου. Στο λεγόμενο “λάκκο του Αγαμήδη” κάθε χρηστηριαζόμενος θυσίαζε πριν κατεβεί στο άντρο του Τροφωνίου. Εκεί πιθανώς βρίσκονταν τα ιερά της Έρκυνας, της Δήμητρας, αλλά και του ίδιου του Τροφωνίου. Στο εσωτερικό του ναού υπήρχε το λατρευτικό άγαλμα του θεού, έργο, κατά τον Παυσανία, του φημισμένου Αθηναίου γλύπτη Πραξιτέλη. Το γλυπτό απεικόνιζε το θεό με σκήπτρο στο οποίο ήταν τυλιγμένα φίδια, κάνοντάς τον έτσι να μοιάζει με τον Ασκληπιό. Στις πηγές του ποταμού, πλάι σε μια σπηλιά, υπήρχαν αγάλματα που ο Παυσανίας αποδίδει στον Τροφώνιο και την Έρκυνα. Έπειτα, ανηφορίζοντας στο βραχώδες ύψωμα, όχι πολύ μακριά από τις πηγές, ίσως κάπου στον ευρύτερο χώρο του σημερινού κάστρου, κάποιος έφθανε στο μαντείο, κάθετο σπηλαιώδες άνοιγμα με στόμιο που οδηγούσε σε υπόγειο θάλαμο. Από εκεί, συνεχίζοντας τον ορεινό δρόμο συναντούσε κανείς πρώτα το ιερό, αποκαλούμενο “το κυνήγι της Κόρης”, καθώς και τον μεγάλο ημιτελή ναό του Διός Βασιλέως, που βρισκόταν σε περίοπτη θέση, στην κορυφή του ψηλού λόφου του Προφήτη Ηλία. Στην ίδια περιοχή υπήρχε και ιερό του Απόλλωνα.
Αναφορικά με τις μυθολογικές παραδόσεις που ήταν γνωστές στην αρχαιότητα για τον Τροφώνιο, αυτός και ο αδελφός του Αγαμήδης ήταν γιοι του θεού Απόλλωνα. Κατά μια άλλη όμως εκδοχή του μύθου, την οποία αναφέρει ο Παυσανίας, τα δυο αδέλφια είχαν πατέρα το βασιλιά του Ορχομενού Εργίνο. Αυτός, σε προχωρημένη ηλικία και χωρίς παιδιά, ζήτησε χρησμό από το μαντείο των Δελφών. Με βάση τη συμβουλή του δελφικού ιερού –στο γεροντικό ιστοβοέα (άροτρο) του αλετριού σου βάλε καινούρια κεφαλή– ο Εργίνος πήρε νέα γυναίκα και με εκείνη απέκτησε δύο γιούς, τον Τροφώνιο και τον Αγαμήδη.
Αυτοί είναι οι θρυλικοί τεχνίτες που κατασκεύασαν το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, το σπίτι του Αμφιτρύωνα και της Αλκμήνης στη Θήβα, καθώς και το θησαυροφυλάκιο του Υριέα στην πόλη Υρία στην περιοχή της Τανάγρας, στη Βοιωτία. Εκεί μάλιστα τοποθέτησαν έναν από τους λίθους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε αυτοί να μπορούν να τον αφαιρούν απέξω χωρίς τίποτα να γίνεται αντιληπτό. Με τον τρόπο αυτό εισέρχονταν κρυφά στο θησαυροφυλάκιο και αφαιρούσαν τους θησαυρούς που εναπέθετε εκεί ο Υριεύς. Εκείνος βρέθηκε σε αμηχανία βλέποντας τις κλειδαριές και τις σφραγίδες του θησαυροφυλακίου ανέπαφες και τους θησαυρούς του συνεχώς να λιγοστεύουν. Αποφάσισε έτσι να στήσει παγίδα στην οποία πιάστηκε ο Αγαμήδης. Ο Τροφώνιος, για να τον απαλλάξει από τα επερχόμενα βασανιστήρια, αλλά και για να μην προδοθεί ο ίδιος, του έκοψε το κεφάλι. Αυτόν, η παράδοση έλεγε, πως άνοιξε η γη και τον κατάπιε στο ιερό άλσος του στη Λιβαδειά.
Σύμφωνα με τον Παυσανία, το μαντείο του Τροφωνίου στη Λιβαδειά ήταν αρχικά άγνωστο στους Βοιωτούς. Σε καιρό ανομβρίας, απεσταλμένοι βοιωτικών πόλεων επισκέφθηκαν το μαντείο του Απόλλωνα στους Δελφούς για να λάβουν χρησμό. Εκεί, η Πυθία τους παρέπεμψε στον Τροφώνιο για να τους δώσει τη λύση. Οι απεσταλμένοι πήγαν στη Λιβαδειά, αλλά δεν μπορούσαν να εντοπίσουν το μαντείο, ώσπου ένας από τους αντιπροσώπους του Ακραιφνίου, ονομαζόμενος Σάων, ακολούθησε ένα σμήνος μελισσών που τον οδήγησε στο άντρο του Τροφωνίου. Ο θεός τον μύησε στη λατρεία του και στο σημείο αυτό εγκαθιδρύθηκε το μαντείο.
Η πληρέστερη περιγραφή του μαντείου και του τελετουργικού του ανήκει στον περιηγητή Παυσανία (2ος αι. μ.Χ.), ο οποίος όχι μόνο το επισκέφθηκε, αλλά και χρηστηριάστηκε και ο ίδιος σ’ αυτό. Από την πολύτιμη μαρτυρία του Παυσανία προκύπτει ότι στην εποχή του είχαν επιβιώσει πολλά αρχαϊκά και βασικά στοιχεία του σύνθετου τελετουργικού. Κατά την περιγραφή του, όποιος αποφάσιζε να κατέλθει στο μαντείο διέμενε πρώτα, για ορισμένες μέρες, σε ένα οίκημα που ήταν αφιερωμένο στον Αγαθό Δαίμονα και την Αγαθή Τύχη. Κατά το διάστημα της εκεί παραμονής του ακολουθούσε τους καθιερωμένους κανόνες τελετουργικού καθαρμού: λουζόταν στα νερά της Έρκυνας και θυσίαζε στον Τροφώνιο και τα παιδιά του, αλλά και στον Απόλλωνα, στον Κρόνο, στο Δία Βασιλέα, στην Ήρα Ηνιόχη και, τέλος, στη Δήμητρα, την οποία αποκαλούσαν Ευρώπη και πίστευαν πως ήταν η τροφός του Τροφωνίου. Κάθε φορά ένας μάντης εξέταζε τα σπλάχνα των ζώων και προέλεγε τις προθέσεις του θεού έναντι εκείνου που επιθυμούσε να λάβει χρησμό. Η τελική θυσία γινόταν στο «λάκκο του Αγαμήδη» και, εφόσον και αυτής τα σημάδια από τα σπλάχνα του θυσιαζόμενου κριού αποδεικνύονταν ευνοϊκά, ο ενδιαφερόμενος κατερχόταν στο χάσμα και το υπόγειο μαντικό σπήλαιο γεμάτος ελπίδες.
Η κάθοδος (κατάβασις) στο άντρο του Τροφωνίου αποτελούσε μια ολόκληρη ιεροτελεστία με σκοπό τον πλήρη εξαγνισμό του χρηστηριαζομένου. Αυτός, συνοδευόμενος από δύο δεκατριάχρονα παιδιά της πόλης που τα αποκαλούσαν Ερμές, λουζόταν αρχικά στα νερά της Έρκυνας και ακολούθως αλειφόταν με έλαιο. Στη συνέχεια, τον παραλάμβαναν οι ιερείς που του έδιναν να πιεί από το νερό των πηγών του ποταμού, της Λήθης και της Μνημοσύνης, αρχικά για να λησμονήσει όλες τις έγνοιες που είχε ως τότε και κατόπιν για να θυμηθεί όσα θα έβλεπε και θα άκουγε στο μαντικό σπήλαιο. Αμέσως μετά οι ιερείς τον έφερναν μπροστά στο λατρευτικό άγαλμα του Τροφωνίου, έργο, κατά την παράδοση, του Δαιδάλου, όπου προσευχόταν. Ακολούθως τον οδηγούσαν στο μαντείο, ντυμένο με λινό χιτώνα, ζωσμένο με ταινίες και φορώντας σανδάλια. Από την κτιστή και κατάλληλα διευθετημένη είσοδο του χάσματος ο χρηστηριαζόμενος κατέβαινε σερνόμενος σε στενότερο, σκοτεινό, σπηλαιώδες άνοιγμα, μεταφέροντας γλυκίσματα για τα φίδια του θεού που κρύβονταν εκεί. Κανείς δεν γνωρίζει τι συνέβαινε πλέον εκεί. Όταν ο χρηστηριαζόμενος έβγαινε, μάλλον με χαμένες τις αισθήσεις του, τον παραλάμβαναν οι ιερείς και τον κάθιζαν στο θρόνο της Μνημοσύνης, ρωτώντας τον τι είδε και τι άκουσε στη δραματική εμπειρία της υπόγειας παραμονής του, ώστε να δώσουν την κατάλληλη εξήγηση. Κατόπιν, τον παρέδιδαν στους συνοδούς ή οικείους του, φοβισμένο και χωρίς επίγνωση του εαυτού του. Στη συνέχεια, τον μετέφεραν στον οίκο του Αγαθού Δαίμονος και της Αγαθής Τύχης, όπου είχε διαμείνει αρχικά, ώστε να ανακτήσει βαθμιδόν τις δυνάμεις του. Πριν αποχωρήσει, κατέγραφε τις εμπειρίες του σε πινακίδα που άφηνε στο ιερό.
Τον 2ο αι. μ.Χ., ο Πλούταρχος, που καταγόταν από τη γειτονική Χαιρώνεια, συνέγραψε ειδικό έργο αφιερωμένο στο τελετουργικό που ακολουθούταν εκεί (Περί της εις Τροφωνίου καταβάσεως). Στην κάθοδο στο υπόγειο σπήλαιο αναφέρεται και ο σύγχρονος του Παυσανία Λουκιανός.
Από το κάποτε ακμάζον ιερό τέμενος και μαντείο του Τροφωνίου δεν έχει σωθεί σχεδόν τίποτα, παρά μερικές κόγχες λαξευμένες στο βράχο του φαραγγιού της Έρκυνας, στους πρόποδες του υψώματος του μεσαιωνικού φρουρίου, για την τοποθέτηση αναθημάτων. Εκτός από αυτές, λαξευμένο στο βράχο είναι και ένα μικρό ορθογώνιο δωμάτιο, με χαμηλούς λαξευτούς πάγκους κατά μήκος των μακρών πλευρών του, όπου μπορούσαν να καθίσουν άτομα που λάμβαναν μέρος σε κάποια ιεροπραξία. Ίσως πρόκειται για τη σπηλιά των πηγών της Έρκυνας, πλάι στην οποία ο Παυσανίας αντίκρισε τα αγάλματα του Τροφωνίου και της Έρκυνας που έμοιαζαν στον Ασκληπιό και την Υγεία. Η αλλοίωση του τοπίου λόγω της οικοδόμησης του μεσαιωνικού φρουρίου, που χρησιμοποίησε το σύνολο σχεδόν του υλικού των παλαιών κτισμάτων είναι τέτοια, ώστε όλες οι παλαιότερες και νεώτερες ανασκαφικές ή τοπογραφικές προσπάθειες για την ανεύρεση του ναού και του μαντείου του Τροφωνίου να αποβούν άκαρπες.
Από την περιοχή των πηγών της Έρκυνας περισώθηκαν αγάλματα πεπλοφόρων γυναικών που πιθανολογείται ότι απεικονίζουν θεότητες ή άλλες μορφές της τοπικής λατρείας και σήμερα φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χαιρώνειας. Το σημαντικότερο, ωστόσο, εύρημα είναι ένα αναθηματικό ανάγλυφο στον Τροφώνιο που βρέθηκε το 1931 στην κοίτη της Έρκυνας και σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Σ’ αυτό εικονίζονται 16 μορφές θεοτήτων και λατρευτών. Από τα αριστερά διακρίνεται η καθιστή σε θρόνο Κυβέλη και η Περσεφόνη που οδηγεί μορφή με πέπλο και καλυμμένο πρόσωπο, ίσως κάποια χρηστηριαζόμενη. Ακολουθούν κρατώντας πυρσούς ο Διόνυσος-Ζαγρεύς, ο Παν και η Εκάτη. Ο Τροφώνιος, γενειοφόρος, κρατά κέρας αφθονίας και δεσπόζει στο κέντρο της σκηνής, μπροστά σε τράπεζα με προσφορές. Στη συνέχεια, εικονίζονται τρεις Κουρήτες με κράνη και ασπίδες, οι Διόσκουροι και τέσσερεις λάτρεις σε μικρότερο μέγεθος, ίσως η οικογένεια των αναθετών. Τέλος, αξιόλογο εύρημα αποτελεί το άγαλμα της Κυβέλης που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χαιρώνειας.
(Πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού)