Ένας από τους μεγαλύτερους μυκηναϊκούς λαξευτούς τάφους που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα στην Ελλάδα ήρθε στο φως στο Προσήλιο του Δήμου Λεβαδέων, κοντά στον Ορχομενό, κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους του πενταετούς προγράμματος συνεργασίας ανάμεσα στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, της Εφορείας Αρχαιοτήτων Βοιωτίας και της Βρετανικής Σχολής Αθηνών/Πανεπιστήμιο του Cambridge. Πρόκειται για τον ένατο σε μέγεθος θαλαμοειδή τάφο από τους περίπου 4.000 που έχουν ανασκαφεί τα τελευταία 150 χρόνια.
Σύμφωνα με το Υπουργείο Πολιτισμού, η κατασκευή είναι μνημειώδης και καταδεικνύει την ιδιαίτερη φροντίδα που καταβλήθηκε για τη δημιουργία της. Στον νεκρικό θάλαμο οδηγεί λαξευτός δρόμος, μήκους 20 μ., ο οποίος καταλήγει σε εντυπωσιακή αίθουσα επιφάνειας 42 τμ. Τις τέσσερις πλευρές της αίθουσας περιτρέχει λαξευτό θρανίο (πεζούλι) καλυμμένο με πηλοκονίαμα. Το αρχικό ύψος της οροφής, η οποία είχε σχήμα δίρριχτης στέγης, υπολογίζεται στα 3.5 μ. Ωστόσο, η αρχική στέγη άρχισε να καταρρέει ήδη από την αρχαιότητα, ίσως μάλιστα ακόμη και στη μυκηναϊκή εποχή, δίνοντας στο εσωτερικό του θαλάμου σπηλαιώδη όψη, συνολικού ύψους 6.5 μ.
Στο δάπεδο του θαλάμου βρέθηκε ένας άνδρας, 40-50 χρόνων, τον οποίο συνόδευαν προσεκτικά επιλεγμένα αντικείμενα. Εντοπίστηκαν πάνω από δέκα επικασσιτερωμένα αγγεία, ζεύγος στομίδων (τμήματα από χαλινάρια αλόγων), εξαρτήματα τόξου, βέλη, περόνες, κοσμήματα από διάφορα υλικά, κτένια, ένας σφραγιδόλιθος και ένα σφραγιστικό δαχτυλίδι.
Η κατασκευή του τάφου χρονολογείται περίπου στα μέσα του 14ου αι. π.Χ. και η αξία του έγκειται στο ότι απέδωσε ένα από τα καλύτερα μέχρι σήμερα τεκμηριωμένα ταφικά σύνολα της ανακτορικής περιόδου στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μεμονωμένες ταφές με σημαντικά ευρήματα σώζονται εξαιρετικά σπάνια σε μνημειακούς μυκηναϊκούς θαλαμωτούς τάφους, καθώς αυτοί χρησιμοποιούνται συνήθως για πολλαπλές ταφές και για πολλές γενιές, με αποτέλεσμα να διαταράσσονται ή να υφαρπάζονται τα κτερίσματά τους. Συνεπώς, το σημαντικό στην περίπτωση του τάφου του Προσηλίου είναι ότι όλα τα αντικείμενα που βρέθηκαν σχετίζονται με τον μοναδικό νεκρό που ενταφιάστηκε εκεί. Επίσης, η εναπόθεση πολλών κοσμημάτων σε ανδρική ταφή αμφισβητεί τη μέχρι τώρα ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι τα κοσμήματα συνόδευαν κυρίως γυναίκες στην τελευταία τους κατοικία. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, το γεγονός πως – με εξαίρεση δύο μικρούς ψευδόστομους αμφορείς – δε βρέθηκε γραπτή μυκηναϊκή κεραμική στον τάφο, η οποία κατά τα άλλα, είναι εξαιρετικά δημοφιλής τη συγκεκριμένη περίοδο.
Εικάζεται πως ο τάφος σχετίζεται με το ανακτορικό κέντρο του μυκηναϊκού Ορχομενού, ο οποίος απέχει περίπου 3,5 χλμ. και ήταν το σημαντικότερο κέντρο της βόρειας Βοιωτίας τον 14ο – 13ο αι. π.Χ. Ορατά τεκμήρια της δύναμης του Ορχομενού αποτελούν ακόμη και σήμερα ο θολωτός τάφος «του Μινύου», ο οποίος είναι συγκρίσιμος σε μέγεθος με τον τάφο «του Ατρέως» στις Μυκήνες, αλλά και τα μνημειώδη αποστραγγιστικά έργα της Κωπαΐδας που κατασκευάστηκαν και λειτουργούσαν υπό την επίβλεψή του την εποχή της ακμής του. Συνεπώς, ο νεκρός του Προσηλίου φαίνεται ότι ανήκε στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της τοπικής μυκηναϊκής εξουσίας. Η σημαντική κοινωνική του θέση του εξασφάλισε μετά θάνατον μία εντυπωσιακή αιώνια κατοικία, την οποία όμως θαύμασαν μόνο κατά τη μεγαλόπρεπη ταφή του, πριν καλυφθεί για πάντα με χώμα, μαζί με τα τεκμήρια της εξουσίας του.
(Πηγή: Υπουργείο Πολιτισμού)